υπερυψώνω

υπερυψώνω
ὑπερυψῶ, -όω, ΝΜΑ [ὑψῶ/ -ώνω]
1. υψώνω κάτι υπέρμετρα
2. υψώνω κάτι περισσότερο ή πάνω από κάτι άλλο
3. μτφ. επαινώ, εγκωμιάζω πολύ, εκθειάζω
νεοελλ.
φρ. «και υπερυψούται»
(με επιρρμ. σημ.) και με το παραπάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερυψώνω — υπερύψωσα, υπερυψώθηκα, υπερυψωμένος 1. υψώνω κάτι σε μεγάλο ύψος. 2. μτφ., επαινώ, εγκωμιάζω: Τον υπερύψωσε με τα λόγια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρυψώ — όω, Μ [υψώ] υπερυψώνω …   Dictionary of Greek

  • συμπαρυψώ — όω, Μ [παρυψῶ] υπερυψώνω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”